- νταρμπουκά
- και ντερμπουκάαραβικής κατασκευής μικρό τύμπανο που μοιάζει με πήλινο αγγείο, έχει σχήμα κυλίνδρου εξογκωμένου στο ένα άκρο του και καλύπτεται με δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. darābukkah / darbŭkkah «τύμπανο τής Βόρειας Αφρικής»].
Dictionary of Greek. 2013.